Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

προεδρεύω στη συνέλευση 3) (

  • 1 вести

    вести 1) (сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω 2) (руководить) καθοδηγώ, διευθύνω \вести собрание προεδρεύω στη συνέλευση 3) (направлять) οδηγώ \вести машину οδηγώ το αυτοκίνητο* \вести мяч φέρω την μπάλα 4) (осуществлять) δι ευθύνω \вести борьбу κάνω αγώ να, αγωνίζομαι' \вести переговоры διαπραγματεύομαι \вести разговор συνομιλώ, κουβεντι άζω 5) (куда-л.) φέρω, οδηγώ; куда ведёт эта дорога? πού βγαίνει (или οδηγεί) αυτός ο δρόμος; ◇ \вести себя φέρομαι, συμπεριφέρομαι
    * * *
    1) ( сопровождать) οδηγώ, συνοδεύω
    2) ( руководить) καθοδηγώ, διευθύνω

    вести́ собра́ние — προεδρεύω στη συνέλευση

    3) ( направлять) οδηγώ

    вести́ маши́ну — οδηγώ το αυτοκίνητο

    вести́ мяч — φέρω την μπάλα

    4) ( осуществлять) διευθύνω

    вести́ борьбу́ — κάνω αγώνα, αγωνίζομαι

    вести́ перегово́ры — διαπραγματεύομαι

    вести́ разгово́р — συνομιλώ, κουβεντιάζω

    5) (куда-л.) φέρω, οδηγώ

    куда́ ведёт э́та доро́га? — πού βγαίνει ( или οδηγεί) αυτός ο δρόμος

    ••

    вести́ себя́ — φέρομαι, συμπεριφέρομαι

    Русско-греческий словарь > вести

См. также в других словарях:

  • προεδρεύω — ΝΜΑ [πρόεδρος] είμαι πρόεδρος ασκώ τα καθήκοντα προέδρου, (α. «λόγω απουσίας τού προέδρου στη συνέλευση θα προεδρεύσει ο αντιπρόεδρος» β. «οἱ προεδρεύοντες τῆς βουλῆς», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. κατέχω την πρωτοκαθεδρία 2. μέσ. προεδρεύομαι έχω ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»